- εμμάρτυρος
- ος , ον1) проводимый при свидетелях; 2) осуществляемый с помощью свидетельских показаний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμμάρτυρος — on testimony masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμμάρτυρος — η, ο (Α ἐμμάρτυρος, ον) νεοελλ. (για δίκη) που γίνεται με μάρτυρες αρχ. αποδεδειγμένος με μάρτυρες ή μαρτυρίες … Dictionary of Greek
ἐμμαρτύρως — ἐμμάρτυρος on testimony adverbial ἐμμάρτυρος on testimony masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμάρτυρον — ἐμμάρτυρος on testimony masc/fem acc sg ἐμμάρτυρος on testimony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμάρτυρα — ἐμμάρτυρος on testimony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)